- αβέρτα
- sürgit, sürekli, durmadan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αβέρτα — επίρρ. [αβέρτος] 1. στο ύπαιθρο 2. ανοιχτά, διάπλατα 3. αναφανδόν, ελεύθερα, ανεμπόδιστα, απροκάλυπτα 4. απεριόριστα, απλόχερα, σπάταλα … Dictionary of Greek
αβέρτος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.), ανοιχτός, ανεμπόδιστος: Είχε το σπίτι του αβέρτο. – Μοιράζει υποσχέσεις αβέρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)